- πενταροδεκάρες
- οι1. πεντάρες και δεκάρες.2. ποσό ασήμαντο: Με πενταροδεκάρες δε μαζεύονται τόσα χρήματα που θέλουμε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πενταροδεκάρες — οι 1. χρηματικό ποσό από πεντάρες και δεκάρες 2. μτφ. ευτελές χρηματικό ποσό («το δώρο του αξίζει μερικές πενταροδεκάρες») … Dictionary of Greek